- πισσουργείο
- το / πισσουργεῑον και αττ. τ. πιττουργεῑον, ΝΑ [πισσουργός]τόπος παραγωγής και κατεργασίας τής πίσσας, εργαστήριο όπου γίνεται η παραγωγή και η κατεργασία τής πίσσας («ἔχει δὲ καὶ πιττουργεῑα θαυμαστά», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.